- αναγουλεύομαι
- [αναγούλα]1. έχω τάση για εμετό, αναγουλιάζω2. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγούλα — η 1. τάση για εμετό, ναυτία 2. αηδία, απέχθεια, αντιπάθεια 3. πράξη ή λόγος που προκαλεί αηδία 4. (και για πρόσωπα) αυτός που προκαλεί αηδία 5. φιλονικία, τσακωμός, καβγάς 6. ταραχή, συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγουλιάζω. με υποχωρητικό σχηματισμό … Dictionary of Greek